σκαφτός

σκαφτός
-ή, -ό
1. σκαμμένος, κοίλος.
2. λαξεμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαφτός — ή, ό, Ν βλ. σκαπτός …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

  • σκαπτός — ή, ό / σκαπτός, ή, όν, ΝΑ, και σκαφτός Ν [σκάπτω / σκάφτω] αυτός που μπορεί κανείς να τόν σκάψει νεοελλ. σκαμμένος αρχ. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Σκαπτή ονομασία πόλης τής Θράκης που ονομάστηκε έτσι από ένα δάσος («ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”